Davies, Terence Ο Terence Davies (1945-2023) γεννήθηκε στο Λίβερπουλ, το νεώτερο μέλος μιας πολυμελούς εργατικής οικογένειας. Οι αναμνήσεις από την οικογενειακή του ζωή και κυρίως από τον Βάναυσο πατέρα του, αλλά και η ίδια η πόλη έμεινε να σημαδέψουν όσο τίποτε άλλο το έργο του, μια διαρκή σπουδή πάνω στους μηχανισμούς της ανθρώπινης μνήμης και ταυτόχρονα μια προσπάθεια αυτοκάθαρσης του σκηνοθέτη από τα τραυματικά παιδικά χρόνια. Το 1971 και αφού είχε απασχοληθεί για σχεδόν μια δεκαετία σε κάθε είδους δουλειές γράφει το σενάριο της πρώτης αυτοβιογραφικής μικρού μήκους ταινίας του "Παιδιά" την οποία και ολοκληρώνει με χρήματα του British FiIm lnstitute χωρίς να έχει καμία επίσημη κινηματογραφική εκπαίδευση. Συνεχίζει τις σπουδές του στο περίφημο NationaI FiIm SchooI, όπου και ολοκληρώνει με την αποφοίτησή του το "Η Παναγία" και το "Βρέφος", το 1980. Λίγο αργότερα κλείνει την τριλογία του με το τελευταίο μέρος, "Θάνατος και μεταμόρφωση". Οι τρεις ταινίες με κοινό πρωταγωνιστή, σε διαφορετικές ηλικίες, τον χαρακτήρα του Ρόμπερτ Τάκερ - ένα alter ego του σκηνοθέτη - προβάλλονται μαζί σε διεθνή φεστιβάλ το 1984 και το όνομα του Ντέιβις συγκαταλέγεται μεμιάς στις νέες ελπίδες του Βρετανικού σινεμά.
    Το 1988 ολοκληρώνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, "Μακρινές φωνές", ασάλευτες ζωές, μια εκ βαθέων ανασύσταση οικογενειακών στιγμιότυπων από τη δεκαετία του '40 και του '50 που αρνείται οποιαδήποτε αφηγηματική σύμβαση. Η ταινία θριαμβεύει στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του ΦεστιΒάλ Καννών, τοποθετώντας τον Ντέιβις στην πρώτη γραμμή των παγκόσμιων δημιουργών. Ακολουθεί η άτυπη συνέχειά της, "Η μεγάλn μέρα τελειώνει", όπου ο Ντέιβις ολοκληρώνει τον κύκλο των αναμνήσεων από την παιδική του ηλικία, φτιάχνοντας ταυτόχρονα έναν ύμνο στο ίδιο το σινεμά και τη Βρετανική λαϊκή κουλτούρα της δεκαετίας του '50.
    Στα 1994 σκηνοθετεί τη "Βίβλο από νέον" και στρέφεται για πρώτη φορά στο υλικό κάποιου άλλου, διασκευάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του καλτ αμερικανού συγγραφέα Τζον Κένεντι Τουλ. Καθόλου τυχαία, ο Ντέιβις διαλέγει έναν καταραμένο συγγραφέα -που πέθανε νεότατος έχοντας ζήσει δύσκολα παιδικά χρόνια- και ένα βιβλίο με ήρωα έναν βασανισμένο έφηβο. Ταυτόχρονα, εγκαταλείπει για πρώτη φορά τη Μεγάλη Βρετανία για την Αμερική. Η ταινία θα θεωρηθεί αποτυχία, κάτι που και ο ίδιος ο Ντέιβις είχε παραδεχτεί συχνά, παρά το γεγονός ότι την αξία της έχουν υπερασπιστεί θερμά κριτικοί όπως ο Τζόναθαν Ρόζενμπαουμ.
    Με το "Σπίτι της ευθυμίας", διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος της Ίντιθ Γουόρτον, απομακρύνεται πλέον από την εμμονή των προσωπικών αναμνήσεων, σκιαγραφώντας την πτώση μιας νεαρής γυναίκας που η αντισυμβατική της συμπεριφορά την οδηγεί στον εξοστρακισμό από τους κόλπους της νεοϋορκέζικης αριστοκρατίας των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Ντέιβις δημιουργεί την πιο επιτυχημένη ίσως εμπορικά ταινία του, μ' ένα εντυπωσιακό καστ χολιγουντιανών ονομάτων όπως η Γκίλιαν Άντερσον και ο Νταν Άκροϊντ, καταφέρνει όμως να ανατρέψει την κλασσική φόρμα της ταινίας εποχής υπογράφοντας ένα αυστηρό, μινιμαλιστικό δράμα, μακριά από κάθε απόπειρα καλλιέπειας.
    Η τελευταία του δημιουργία, "Για το χρόνο και την πόλn", συνιστά τη μεγαλειώδη επιστροφή του, μετά από απουσία οκτώ χρόνων, μ' ένα ποιητικό δοκίμιο για τη γενέθλια πόλη του. Ήδη το 1984 ο ΝτέιΒις είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του "Hallelujah Now", βασισμένο στις αναμνήσεις του από τη ζωή στο Λίβερπουλ. Στο "Για το χρόνο και την πόλη", μέσα από αρχειακό υλικό, τη μουσική και την μοναδική προσωπική του αφήγηση, δημιουργεί έναν συγκινητικό στοχασμό πάνω στο πέρασμα του χρόνου, μια ταινία που χαιρετίστηκε ως γεγονός στο πρόσφατο φεστιβάλ Καννών όπου προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού.