Seifert, Jaroslav, 1901-1986 Ο Τσέχος ποιητής Γιάροσλαβ Σάιφρτ (1901-1986) πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην εργατική συνοικία Ζίζκοβ της Πράγας, όπου γεννήθηκε. Ο πατέρας του ήταν διπλωματούχος σιδηρουργός και ενεργός σοσιαλδημοκράτης, αλλά, εκτός των άλλων, εμπορευόταν και πίνακες ζωγραφικής. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο, ο Σάιφρτ φοίτησε μόνο στις έξι τάξεις του κλασικού γυμνασίου, για να αφοσιωθεί αμέσως μετά στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του την άρχισε στον κομμουνιστικό τύπο και συγκεκριμένα το 1921 στη σύνταξη της εφημερίδας "Ρούντε πράβο" ("Κόκκινο Δίκαιο") και, το 1922, της εφημερίδας του "Μπρνο Ρόβνοστ" ("Ισότητα"). Στο χρονικό διάστημα 1922-25 ήταν υπεύθυνος συντάκτης του σατιρικού περιοδικού "Σρσατέτς" ("Ο καυγατζής") και κατά την περίοδο 1927-29 του εικονογραφημένου εβδομαδιαίου περιοδικού "Ρέφλεκτορ" ("Ο προβολέας"). Συγχρόνως, από το 1923 μέχρι το 1927, εργάστηκε στο κομμουνιστικό βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο. Το 1928 παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Μετά την αποβολή του από το κομμουνιστικό κόμμα, όταν μαζί με άλλους έξι συγγραφείς εξέφρασε τη διαφωνία του με τη σταλινική γραμμή της νέας ηγεσίας υπό τον Κλέμεντ Γκότβαλντ (1929), διηύθυνε για ένα μικρό διάστημα το θεατρικό περιοδικό "Νόβα στσένα" ("Νέα Σκηνή") (1929-30) και έπειτα από άλλες ευκαιριακές απασχολήσεις καταστάλαξε στον σοσιαλδημοκρατικό τύπο. Εργάστηκε διαδοχικά ως συντάκτης του εικονογραφημένου εβδομαδιαίου περιοδικού "Πέστρε κβιέτυ" ("Πολύχρωμα άνθη") (1930-32), της πολιτιστικής στήλης της εφημερίδας "Ράννι νόβινυ" ("Πρωινά νέα") (1933-38), κατά τη διάρκεια του πολέμου στην εφημερίδα "Νάροντνι πράτσε" ("Εθνική εργασία") (1939-45) και μεταπολεμικά στη συνδικαλιστική εφημερίδα "Πράτσε" ("Εργασία"). Το 1949 έπαψε να δημοσιογραφεί. Μια σοβαρή πάθηση του κινητικού συστήματος (1956) τον εμπόδισε για μερικά χρόνια να εκφραστεί δημιουργικά πληρέστερα. Με το έργο του και την τολμηρή του παρέμβαση στο δεύτερο συνέδριο της Ένωσης Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων (1956), με την οποία άσκησε κριτική στη μέχρι τότε πολιτιστική πολιτική απέναντι στους αντικομφορμιστές συγγραφείς και τους φυλακισμένους λογοτέχνες (στο τέλος της δεκαετίας του '60 ηγήθηκε επίσης της επιτροπής της Ένωσης που επιδίωκε την αποκατάστασή τους), απέκτησε σημαντικό κύρος. Χάρις σε αυτό, το 1969 εκλέχτηκε πρόεδρος της νεοσυσταθείσης Ένωσης Τσέχων Συγγραφέων, που όμως μόλις ένα χρόνο αργότερα διαλύθηκε λόγω της αρνητικής στάσης που τήρησε σχετικά με την κατάληψη της χώρας από τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Έκτοτε δεν επιτράπηκε στον Σάιφρτ να προβαίνει παρά μόνο σε μεμονωμένες επανεκδόσεις. Καινούρια έργα μπόρεσε να δημοσιεύσει μόνο προς το τέλος της δεκαετίας του ΄70, όταν οι πολιτικοί κύκλοι, λόγω του γεγονότος ότι ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, αναζητούσαν -παρόλο που είχε υπογράψει τη Χάρτα 77- μια συμβιβαστική λύση, με τον όρο να μην ξαναβάλει στο μέλλον της υπογραφή του σε άλλα αιτήματα διαμαρτυρίας, κάτι όμως που δεν το τήρησε πάντα. Το 1984 ο Γιάροσλαβ Σάιφρτ πήρε το βραβείο Νομπέλ για τη λογοτεχνία, για το σύνολο της λογοτεχνικής του προσφοράς -τριάντα ποιητικές συλλογές από το 1921 μέχρι τη βράβευσή του. Πριν πάρει το Νόμπελ, ο Σάιφρτ είχε τιμηθεί τρεις φορές με το κρατικό βραβείο ποίσης (1936, 1965, 1968) και το 1966 με τον τίτλο του "εθνικού καλλιτέχνη", και είχε αναδειχθεί, ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με τη υποδοχή κριτικών και κοινού, ως ο αντιπροσωπευτικότερος και δημοφιλέστερος εν ζωή τσέχος ποιητής. Δύο χρόνια μετά το Νόμπελ, το 1986, πέθανε στην Πράγα. Από τα ταξίδια του στο εξωτερικό, ουσιαστικότερη σημασία για το ποιητικό του έργο είχε αυτό που έκανε με τον Κάρελ Τάιγκε στη Γαλλία μέσω Ιταλίας (1924), καθώς και η συμμετοχή του στην τσεχοσλοβάκικη πολιτιστική αποστολή που επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση (1925).