Hasluck, Margaret H Margaret Hasluck ήταν η κόρη ενός σκωτσέζου αγρότη, του John Hardie. Γεννήθηκε το 1885 και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωή της στο Morayshire. Μετά την Ελγίνεια Ακαδημία φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Aberdeen, από όπου και αποφοίτησε το 1907 με έπαινο στην κλασική φιλολογία. Συνεχίζοντας τις κλασικές σπουδές της στο Cambridge, διακρίθηκε στις πτυχιακές της εξετάσεις. Κατόπιν πήγε στη Βρετανική Σχολή των Αθηνών, όπου ο μελλοντικός της σύζυγος, F. W. Hasluck, εργαζόταν ως υποδιευθυντής. Παντρεύτηκαν το 1912 και συνέχισαν να εργάζονται στην Αθήνα, μέχρις ότου η κατάσταση της υγείας του συζύγου της τους ανάγκασε να μετακομίσουν στην Ελβετία το 1916. Ο Hasluck πέθανε το 1920 και η ίδια επέστρεψε στην Αγγλία για να ολοκληρώσει το βιβλίο του "The Monasteries of Mount Athos". Όταν το έργο αυτό ολοκληρώθηκε, η Hasluck, που είχε ήδη αποκτήσει μεγάλο ενδιαφέρον για τη λαϊκή παράδοση των βαλκανικών χωρών, αποφάσισε να αφοσιωθεί στη μελέτη του αντικειμένου αυτού, και με τη βοήθεια της Wilson Travelling Fellowhsip, επέστρεψε στη Μέση Ανατολή. Μετά από πολλές περιπλανήσεις, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αλβανία. Παρέμεινε σε αυτή τη χώρα δεκατρία χρόνια, χτίζοντας ένα σπίτι στο Ελμπασάν (Elbasan) και ταξιδεύοντας διαρκώς, ιδιαίτετα στις ορεινές περιοχές του βορρά, όπου έζησε μαζί με το λαό και κατάφερε να τον γνωρίσει πολύ καλά.
    Υπό την απειλή της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία το 1939, εγκατέλειψε τη χώρα και πήγε στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε για κάποιο διάστημα στη βρετανική πρεσβεία. Όταν η πόλη άρχισε να βομβαρδίζεται σφόδρα, μετέβη στην Αλεξάνδρεια και από εκεί στο Κάιρο. Στο Κάιρο ανέλαβε να ενημερώνει τους άνδρες που επρόκειτο να εισχωρήσουν στην Αλβανία μέσω αέρος ή θαλάσσης, σχετικά με τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής του αλβανικού λαού. Είχε, βέβαια, όλα τα προσόντα για τη δουλειά αυτή λόγω της μακράς και βαθιάς γνώσης της για τη χώρα και τη γλώσσα. Δυστυχώς αρρώστησε βαριά στο Κάιρο και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από λευχαιμία. Με την ελπίδα κάποιας βελτίωσης εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, αλλά συνειδητοποιώντας ότι δεν της έμενε πολύς χρόνος ζωής, επέστρεψε στην Αγγλία αποφασισμένη να τελειώσει το βιβλίο που σχεδίαζε για πολλά χρόνια και για το οποίο είχε συλλέξει μεγάλο όγκο υλικού. Μετά από κάποιες αμφιταλαντεύσεις σχετικά με την επιλογή του καταλληλότερου μέρους για να ζήσει πήγε στο Δουβλίνο, και στο λίγο διάστημα που της είχε απομείνει, εργάστηκε εκεί με μεγάλο κουράγιο και επιμονή για το βιβλίο της. Πέθανε το 1948, μη έχοντας προλάβει να το ολοκληρώσει.